λαγῴδιον

λαγῴδιον
λαγῴδιον
leveret
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαγώδιον — λαγῴδιον, τὸ (Α) [λαγώς] λαγουδάκι …   Dictionary of Greek

  • λαγῳδίων — λαγῴδιον leveret neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγωδάριον — λαγωδάριον, τὸ (Α) [λαγώδιον] λαγουδάκι …   Dictionary of Greek

  • λαγωδίας — λαγωδίας, ὁ (Α) είδος πτηνού με δασύτριχα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώδιον + κατάλ. ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων] …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”